Το σουπερμάρκετ όπως και η τράπεζα σε γεμίζουν πάντα εμπειρίες. Καβγάδες, ατάκες, χαρακτηριστικοί τύποι που βγάζουν γέλιο, καταστάσεις που μπορούν να γίνουν άνετα σήριαλ στην τηλεόραση.
Όμως αυτό που έζησα σήμερα σε ένα από τα μεγαλύτερα σουπερμάρκετ της Αθήνας, δεν το χωράει το μυαλό μου. Λοιπόν, καθόμαστε στην ουρά μας με την Δανάη στο καρότσι της και περιμένουμε. Κόσμος πίσω, κόσμος μπροστά μας. Το διπλανό ταμείο κλειστό. Πλησιάζει μια ηλικιωμένη κυρία με το καρότσι της και το αφήνει στο διπλανό ταμείο το κλειστό. Προς στιγμή, σκέφτομαι ότι θέλει να μπει σφήνα στην ουρά μας. Όμως αυτή πάει να ανοίξει το λάστιχο που απαγορεύει την έξοδο. Προς στιγμή, σκέφτομαι ότι πάει να βγάλει λεφτά από το μηχάνημα και θα γυρίσει. Όμως αυτή το ανοίγει, γυρνάει πίσω και παίρνει το καρότσι και φεύγει……….
Με τα πράγματα χύμα μέσα, χωρίς σακούλες, χωρίς την παραμικρή υπόνοια ότι τα έχει πληρώσει κάπου αλλού. Και μένουμε εμείς αποσβολωμένοι να κοιταζόμαστε και μετά να λέμε «καλά αυτή που πάει τώρα;» Μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι έγινε, η κυρία είχε φτάσει στην έξοδο και είχε εξαφανιστεί. Και καλά το Carrefour (γιατί περί αυτού πρόκειται) δεν πρόκειται να χάσει ακόμη κι αν το καρότσι ήταν γεμάτο μέχρι πάνω (μισογεμάτο ήταν πάντως από όσο πρόλαβα να δω) αλλά η κυρία έχει απίστευτο θράσος να πιστεύει ότι μπορεί να κλέψει τόσο άνετα, μέρα μεσημέρι, μπροστά σε τόσο κόσμο. Και καλά να βάλεις κάτι στην τσάντα σου για να μη σε δει κανείς, αλλά να βγάλεις ένα ολόκληρο καρότσι με τα κλοπιμαία έξω από το μαγαζί, σφυρίζοντας ανέμελα; Αυτό που με θλίβει περισσότερο, είναι ότι πράγματι μπορεί. Και ότι κανείς μας δεν την σταμάτησε, και ότι αύριο, σε ώρα αιχμής, μπορεί να περάσει πάλι απαρατήρητη την πόρτα της εξόδου με τα «απαραίτητα».