28/12/05

ΠΡΩΤΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Έρχεται Πρωτοχρονιά πάλι και μας προλαβαίνει. Σε λίγες μέρες θα είναι εδώ. Θα ήμαστε πάλι όλοι στο τραπέζι, θα τρώμε, θα γελάμε, θα μιλάμε. Θα λείπει ο μπαμπάς. Όλα τα άλλα ίδια, σαν να μην άλλαξε τίποτα εδώ και 10 χρόνια. Τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια λόγια, οι ίδιες σκέψεις. Συννεφάκια πάνω από το κεφάλι μας, σαν τα μίκυ μάους.
Θα ήθελα να γυρίσω στη δεκαετία του 80. Άντε μπορώ πλέον να πω ότι την έζησα και την θυμάμαι. Είμαι αρκετά μεγάλη για να θυμάμαι δεκαετίες ολόκληρες. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.


Είμαι δέκα χρονών, δημοτικό. Κι Παναγιώτης επίσης. Η Χρυσούλα Λύκειο. Κλείνουν τα σχολεία και το σπίτι ανοίγει. Η μαμά στολίζει παντού, κατεβάζει τα χριστουγεννιάτικα, το δέντρο, τις μπάλες. Δεν θυμάμαι ποτέ να συμμετείχα στο στόλισμα του δέντρου, το θυμάμαι μόνο εκεί στη θέση του, στο χωλ ή στο σαλόνι.
Η μαμά στην κουζίνα, ο μπαμπάς στο σαλόνι κι εμείς πέρα δώθε να περιμένουμε τον Αϊ Βασίλη. Πίστευα πάντα ότι θα έρχεται από την καμινάδα. Δεν χρειαζόταν να τον δω ή να τον ακούσω. Δεν χρειάστηκε ποτέ ο μπαμπάς να ντυθεί Αϊ Βασίλης για να μας πείσει.


Περνάγαμε όμορφες γιορτές τότε. Ήσυχες και οικογενειακές. Ζεστές.
Είναι μακρινές όμως. Αν τεντώσω το χέρι μου δεν τις φτάνω. Φέτος είμαστε λιγότεροι. Είναι δύσκολο να πιστέψω σε αυτή την απώλεια. Η πραγματικότητα με τρομάζει. Έχω να φροντίσω τη μαμά. Να γίνω καλή, να σκέφτομαι πριν μιλήσω, να αγαπάω τις μικρές στιγμές που να… έφυγαν, δεν πρόλαβα να τις ζήσω.

Προσπαθώ να νιώσω ανακούφιση, να τον σκεφτώ εκεί ψηλά να λέει «μια χαρά είμαι» όμως ξέρω πως αυτός ο κόμπος που ανεβαίνει τώρα στο λαιμό μου θα είναι εκεί πάντα όταν τον σκέφτομαι.
Είναι δύσκολο να χάνεις το γονιό σου, αυτόν που σε μεγάλωσε και ήταν δίπλα σου μέχρι τώρα. Χάθηκαν κι αυτά τα Χριστούγεννα, εξαφανίστηκαν από το ημερολόγιο.

Θέλω μια δύναμη να με κρατήσει όρθια να μην πέσω. Κρατιέμαι.

23/12/05

ΕΦΥΓΕΣ ΣΤΑ ΑΛΗΘΕΙΑ;

Αλλιώτικους θρήνους
Γέννησε αυτός ο θάνατος στον ίσκιο του
Κανείς πια δεν μπορεί να απαντήσει
Δίχως τις μάσκες του να βάλει
Δίχως τα λόγια να μετρήσει σαν κουκιά
Γιατί πρέπει το πρόσωπο να ’ναι λευκό και καθαρό
Σαν προσωπίδα
Πρέπει οι λέξεις σύντομες, λιτές
ο λόγος ανερμάτιστος
Ίδιος με βουητό βραδινής προκυμαίας
Και ραδιοφώνου που ’μεινε ανοιχτό
Πάνω σ' ένα μαρμαρένιο περβάζι κάποιο ζεστό απόγευμα.

Κάπου το βρήκα. Θα σου άρεσε άραγε;

16/12/05

Jingle all the way (of Kifissias)

Αυτές τις ημέρες η Αθήνα είναι ένα αργοκίνητο τέρας. Από εκείνα που ξαπλώνουν νωχελικά και βαριούνται να σηκωθούν. Σαν εμένα κάθε πρωί που ξυπνάω και δεν θέλω να αφήσω το κρεβάτι μου. Τα αυτοκίνητα στην Κηφισίας μοιάζουν ακινητοποιημένα. Μπορείς να κάνεις δυο τρεις φιλίες με τους διπλανούς, φιλίες που θα κρατήσουν για πάντα. Γιατί θα είσαι για πολύ ακόμη εκεί, το φανάρι θα αργήσει να ανάψει. Αλλά και να ανάψει ποιος σου λέει ότι θα περάσεις; Σέρνονται τα αυτοκίνητα, πρώτη, δευτέρα, θυμάσαι τα πρώτα μαθήματα οδήγησης. Στο ραδιόφωνο μουσικές, άλλες άγνωστες, άλλες γνωστές, στο πίσω κάθισμα η μαμά σου που σου λέει να πας από τον παράδρομο. Δίπλα σου ο ψύχραιμος της παρέας απολαμβάνει τη σκηνή και κάτι σκέφτεται.



Είναι ωραίο να οδηγείς στην Αθήνα, αν έχεις λεφτά για βενζίνη. Αν έχεις χρόνο μπορείς να τη διασχίσεις σε λιγότερο από μία μέρα! Εσύ μπορείς να κάνεις Μαρούσι – Αμπελόκηποι σε 45 λεπτά; Για μια απόσταση δηλαδή το πολύ 10 χλμ.; Δεν θέλει πολύ προσπάθεια, απλά βγες στην Κηφισίας μετά τις 9. Την ώρα που κλείνουν τα μαγαζιά της ευδαιμονίας και ο κόσμος πάει σπιτάκι του με το πορτμπαγκάζ γεμάτο σακουλίτσες που κρύβουν χαρά και απέραντη ομορφιά.



Ο κόσμος ψωνίζει. Είναι μέρες γιορτών. Το The Mall ήταν γεμάτο πάλι χτες. Χωρίς εκνευρισμούς, ο κόσμος ψώνιζε ήρεμος, μπαινοβγαίνοντας στα μαγαζιά. Ο κόσμος προφανώς έχει λεφτά. Και έχει από τόσα να διαλέξει που τρελαίνεται. Η ποικιλία στα ρούχα φτάνει στο απροχώρητο. Τι κι αν θέλεις να αγοράσεις μια μπλούζα. Πρέπει να τις δεις όλες για να αποφασίσεις. Ποια είναι η καλύτερη και ποια αξίζει τα λεφτά της; Ποια θα σε βγάλει ασπροπρόσωπη στις φιλενάδες; Ποια θα αντέξει στο χρόνο; Κι ας μην αντέξει, σε λίγες μέρες θα πάρεις κι άλλη, κι άλλη, κι άλλη.



Ο πατέρας είναι στο ΜΗΤΕΡΑ, κι η μητέρα ανεβοκατεβαίνει την Κηφισίας. Έρχεται καινούριος χρόνος. Κάτι κρύβει κι αυτός. Αλλαγές που θα τινάξουν την μπάνκα στον αέρα. Όση ψυχραιμία κι αν δείξω, κάποιος θα με καταλάβει. Κι όμως, είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς να πεις πουθενά. Είναι σκέψεις για το κακό που μπορεί να έρθει, μικρές στιγμές που θα μάθεις να εκτιμάς, όταν θα μεγαλώσεις.



Μένω στάσιμη σε έναν κόσμο με εξελίξεις. Η φιλενάδα πάει ταξίδι μακρινό, ο Τσαγκαρουσιάνος έβγαλε νέα εφημερίδα, ο Μαστοράκης τρώγεται με το Λιάτσο και την Τατιάνα, η Ντόρα άναψε το δέντρο χτες. Η ζωή περνά γρήγορα, πιο γρήγορα από όσο νομίζω. Θα την προλάβω;

11/12/05

ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ

...τα γεννέθλια μου. Όποιος τα θυμήθηκε τα θυμήθηκε. Όχι δεν έχω παράπονο. Και με το παραπάνω μάλιστα. Και δεν με νοιάζει που προστέθηκε άλλος ένας χρόνος, το θέμα είναι τι κάνεις με όλο αυτόν τον χρόνο, γιατί τον τελευταίο καιρό έχω πολύ. Από τον καναπέ στο κρεββάτι κι από εκεί στο σούπερμαρκετ και μετά είναι να μην κολλήσω εδώ στο ίντερνετ. Πολύς χρόνος. Άντε να διάβασω κανένα βιβλίο, κανένα περιοδικό, τη μοίρα μου, την τύχη μου, το μέλλον μου, τα ζώδια. Δεν είναι ότι βαριέμαι, είναι ότι συνηθίζω στην αδράνεια. Κι όταν θα έρθει η δουλειά, γιατί που θα πάει κάποια στιγμή θα χτυπήσει το ρημαδοτηλέφωνο, θα πάθω σοκ.
Πολύς χρόνος λοιπόν. Και σκέψη καμία. Όλες οι ιδέες έρχονται λίγο πριν κοιμηθώ. Βομβαρδίζουν το κεφάλι μου μία μία. Μου έρχεται μερικές φορές να σηκωθώ και να αρχίσω να γράφω. Είναι σαν ο εγκέφαλος όλη μέρα να υπολειτουργεί και μόλις πάω να κοιμηθώ εγώ να ξυπνάει αυτός. Δεν συντονιζόμαστε. Δεν ανησυχώ όμως. Δεν είμαι, ούτε θα γίνω Sylvia Plath.
Κάτι θα γίνω, αλλά δεν το ξέρω ακόμη. Προς το παρόν αφήστε με να αερολογώ εδώ. Δωρεάν δεν είναι; Εξάλλου δεν με βλέπει κανείς. Είναι σαν να γράφω στο word μου.
Κοίτα αυτό που βρήκα!
Αυτοί που ξέρουν
ζωντανά τα όνειρά τους
ν’ αγγίζουν
Αυτοί που ξέρουν
μες στο Τίποτα ν’ αντέχουν
να ελπίζουν
Όσοι ακόμα προσπαθούν
απ’ το σκοτάδι φως να δουν
να βγαίνει
Ανήκουν τώρα στη γενιά
με το σημάδι στη καρδιά
που επιμένει.

3/12/05

Χάνω την έμπνευσή μου

...με τη παλιοσύνδεση. Σκέφτομαι κάτι να μπω να γράψω και μέχρι να ανοίξει η παλιοσελίδα μου φεύγει η έμπνευση. Να χαρώ εγώ την adsl. Anyway ας το ξεχάσω προσωρινά. Η σελίδα άνοιξε και είναι όλη δικιά μου.
Χτες το βράδυ δεν είχαμε και πολλά κέφια για έξω. Όμως κανονίσαμε να βγούμε έτσι για αλλαγή. Πήγαμε στου Ψυρρή με το αυτοκίνητο. Κατά τις 12. Μέγα λάθος. Άντε να βρεις να παρκάρεις. Ευτυχώς εκείνη την ώρα τελειώνανε τα θέατρα και κάτι γινόταν. Μετά από τρεις γύρους βρήκα θέση σε ένα στενό δρομάκι και πάρκαρα με τη μία. Είμαι driver.
Πήγαμε στο Motel. Είχε, λέει η Ναυσικά, τους Sylicon Soul. Πηγαίνοντας το ακούσαμε και στο ραδιόφωνο. Ήταν big event. Μπήκαμε στις δωδεκάμισι. Νωρίς νωρίς δηλαδή. Ερημιά. Βρήκαμε και κάτσαμε στο μπαρ. Μαλώσαμε λίγο με τον μπάρμαν με τις καρό τιράντες για το που θα βάλουμε τα παλτό μας. Τελικά τα στριμώξαμε κάτω από ένα μπαράκι. Το μαγαζάκι γέμισε. Κόσμος από παντού. Λίγο δηθεν. Όλοι γνωστοί μεταξύ τους μου φαινόντουσαν. Είναι που δεν βγαίνουμε συχνά, δεν έχουμε στεκι. Αλλιώς θα παίζαμε σφαλιάρες με όλους εκεί μέσα. Ωραία μουσική δεν λέω. Dance. Ό,τι πρέπει για μένα που δεν χορεύω. Απλά κουνιέμαι. Πλάκα είχε όμως. Και 20 ευρώ η είσοδος. Φύγαμε κατά τις 3μιση. Στην έξοδο ένας μασκαράς έριξε σχεδόν όλο το ποτό του πάνω στην πλάτη μου. Μέχρι το βρακί μου πήγε. Δεν με κέρναγε κανένα σφηνάκι καλύτερα;
Χάρηκα που είδα τον Χαρούλη και τα κορίτσια. Ήταν μια ωραία, τυπική βραδιά. Αν δεν φόραγα κι εκείνα τα τακούνια τώρα θα ήμουν μια χαρά.