24/9/08

Παραλήρημα


-->
Καταρχάς θέλω να βγω στο μπαλκόνι να αρχίζω να τσιρίζω (να φωνάζω δυνατά τουλάχιστον), να χορέψω ένα ζεμπέκικο, να κυλιστώ στο πάτωμα με καθαρά ρούχα, να κάνω διατάσεις φωνάζοντας χοπ χοπ, να βάλω το «Its the end of the world and we know it» τέρμα να παίζει, να παραγγείλω γιγαντιαία πίτσα και να γελάσω δυνατά.
Σήμερα το πρωί έβαλα τη τζίφρα μου (μικρή τη σχολιάσανε «δηλαδή τώρα αυτή υπέγραψε;) σε αρκετές σελίδες, έφυγαν από τα χέρια μου αρκετές τραπεζικές επιταγές, αρκετά μετρητά, σφίξανε χέρια, δακρύσανε ματάκια, άστραψαν χαμόγελα. Αγόρασα το σπίτι των ονείρων μου.
Δεν έχω λόγια να περιγράψω τη χαρά μου, το χαμόγελο φεύγει από τα χείλη μου μόνο όταν βλέπω τις 52 κούτες που χρειάστηκαν για να αποθηκεύσω τα βιβλία και λοιπά που φιλοξενούσαν μόνο τη βιβλιοθήκη μου… και δεν την έχω αδειάσει πλήρως ακόμη…).
Αυτό που με τρομάζει ακόμη περισσότερο είναι ότι τις τελευταίες εβδομάδες, μεταξύ τραπεζών, επιταγών, εφοριών, μεσιτών, συμβολαιογράφων, δικηγόρων και συμβολαίων έχω αρχίσει και καταλαβαίνω αρκετά πράγματα για τη διαδικασία αγοράς ενός ακινήτου, γεγονός που παλιότερα μου φαινόταν βουνό. Τουβλάκι, τουβλάκι σαν να παίζω Lego στο παιδικό μου δωμάτιο (και μόλις τα στήνω, με πιάνουν τα κ…α μου πάντα, χαχαχα, αυτό μόνο ο αδερφός μου θα το καταλάβει).
Τα καλά: θα αγοράσουμε ωραία, καινούρια έπιπλα και θα διακοσμήσουμε το μικρό μας παράδεισο όπως ακριβώς θέλουμε.
Το σπίτι είναι καταπληκτικό, οι προηγούμενοι ένοικοι είχαν παρόμοιο γούστο με εμάς, η κουζίνα νομίζεις ότι βγήκε από περιοδικό, ετοιμάζω ήδη το ντιβανάκι στο οποίο θα κοιμάμαι δίπλα στο νεροχύτη, κάτω από τον απορροφητήρα.

Το σπιτάκι είναι ένα βήμα (κυριολεκτικά) από το σπίτι της αδερφής μου, στο οποίο θα μετακομίσει σύσσωμη η οικογένειά της (ανιψάκια included) σε ένα χρόνο περίπου. Γεγονός που σημαίνει ότι θα κάνω πλάτες στην Παναγιώτα για να βγαίνει ραντεβού με τα γκομενάκια της τρίτης δημοτικού και ο Βασίλης με το Δημήτρη θα βγαίνουν για jogging με σκοπό να προσελκύσουν τα δικά τους γκομενάκια στη γειτονιά (μα που θα μένω; Δίπλα στο Hyde Park;). Για την αδερφή μου κάτι θα κάνω, αρκεί να απαντά στο κινητό της (μπηχτή!)
Το σπιτάκι είναι σε απόσταση αναπνοής (με τη βοήθεια ενός αστικού λεωφορείου) από το Μετρό, ώστε να μην αποξενωθούμε και τελείως από το κέντρο της πόλης που τόσο αγαπώ…
Αν βγεις στο μπαλκόνι, μυρίζει χωριό, επιστροφή στη φύση, βγήκαν τα γίδια στο μαντρί.
Έχουμε κήπο και λουλούδια που χρειάζονται τη φροντίδα μας, και γκαζόν. Εκεί θα κάνουμε τα μπαρμπεκιού μας και θα καλούμε τους καλούς μας φίλους.
Το χειμώνα θα ανάβουμε το τζάκι για λουκάνικα στη θράκα (μάλλον όχι, θα μυρίσει όλο το σπίτι τσίκνα…)
Εκεί αγάπη μου γλυκιά θα ζήσουμε με την οικογένειά μας (αγαπημένοι κι ευτυχισμένοι που λέει κι ο μπαμπάς σου), όπως δεν το είχαμε φανταστεί ποτέ, η αγάπη μου θα πιάσει ρίζες και θα σε κοιτάζω πάντα με θαυμασμό γιατί είσαι το αγόρι μου… παραλήρημα… αλλά έτσι νιώθω, happier than ever που το μοιραζόμαστε μαζί όλο αυτό (και που βρήκες πως ανοίγουν τα μάτια της κουζίνας (χαλάλι σου που τρέχανε τα σάλια στα κοριτσάκια που σε πέτυχαν στο δρόμο, μπηχτή!!!))
Τα κακά: δεν υπάρχουν, αν θα έπρεπε να βρω όμως κάτι, θα ήταν ότι θα αφήσουμε αυτό το σπιτάκι που μένουμε τώρα, που το έχω αγαπήσει όσο κανένα άλλο.
Τα αστεία: από χτες είχα πάρει κάποιες επιταγές από την τράπεζα με σκοπό να τις παραδώσω σήμερα στα συμβόλαια, με τις υπογραφές. Επειδή όμως θα πηγαίναμε στη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, και νωρίτερα στις νύχτες Πρεμιέρας, είχα ένα άγχος να τις αφήσω στο σπίτι, μόνες τους, γιατί τότε είναι που μπαίνει ο κλέφτης, όταν πρέπει. Να τις πάρω μαζί μου παρακινδυνευμένο, να τις αφήσω σπίτι επίσης. Οπότε η μαμά σκέφτηκε το εξής: να τις βάλω σε ένα μικρό κουτάκι και να χτυπήσω στον γείτονα και να του πω να το κρατήσει για λίγες ώρες… Όχι ότι θα του φαινόταν περίεργο…
Παίρνοντας τα κλειδιά για πρώτη φορά στα χέρια μας, πήγαμε το απόγευμα να δούμε το σπιτάκι άδειο και νοερά να τοποθετήσουμε τα έπιπλά μας. Φεύγοντας είπαμε να εξερευνήσουμε την περιοχή και να δούμε πόσο κοντά είναι το μεγάλο σουπερμάρκετ στον κεντρικό δρόμο. Κατευθυνόμενοι προς τα εκεί, προσπερνώντας το από την απέναντι πλευρά και αναζητώντας μια αριστερή στροφή για επιστροφή προς Αθήνα, στρίβω κατά λάθος προς Αττική Οδό, Μαρκόπουλο (ούτε καν προς Ελευσίνα…) και βρίζω, βρίζω, βρίζω. Πληρώνοντας τα διόδια, κοιτάμε όλοι το ρολόι συνωμοτικά και συμφωνούμε να πάμε ΙΚΕΑ για μισή ώρα (σε μισή ώρα έκλεινε…) και καλά όμως ότι το είχαμε προγραμματίσει, όχι ότι στρίψαμε λάθος. Και μετά δακρύζουμε από τα γέλια σκεφτόμενοι ότι κάθε που θα θέλουμε να πάμε σουπερμάρκετ και δεν θα βρίσκουμε την αριστερή στροφή θα πηγαίνουμε …αναγκαστικά ΙΚΕΑ. Και το αποκορύφωμα. Δεν στρίβω δεξιά στη γέφυρα του ΙΚΕΑ αλλά συνεχίζω προς αεροδρόμιο, πάμε μέχρι τις αφίξεις, χαιρετάμε, δίνουμε το παρόν στον πύργο ελέγχου (ο Δημήτρης κάνει μια αίτηση για δουλειά καλού κακού) και κάνουμε επιτέλους την αναστροφή, κάνουμε σε χρόνο dt βόλτα το ΙΚΕΑ (ναι κι αυτό μας αρέσει, κι αυτό, κι αυτό), αποφεύγουμε τον κάτω όροφο, τρώμε ένα hot dog και φεύγουμε. Θυμόμαστε να στρίψουμε σωστά προς περιφερειακό Υμηττού. Bonus point!
Και μετά θυμόμαστε με τη μαμά ατάκες από τα παιδικά μας χρόνια
Όπως «θα σου δώσω μία να πας στον Άγιο Φανούριο»
Και «the bad is τιμωράτιον» και σκάμε στα γέλια ξανά.
Η ημέρα τελειώνει, η μαμά κρύβει στην τσάντα της 2 hot dog (60 λεπτά το ένα, νοστιμότατα) τα οποία θα δώσει στον αδερφό μου με σήματα καπνού γιατί έχει πολύ διάβασμα και δεν θέλει να τον ενοχλούν όμως ένα διάλειμμα για ένα snack θα το κάνει, που θα πάει. Τον αγαπώ πείτε του. Και ετοιμάζω τον καναπέ που γίνεται κρεβάτι για να κοιμάται εκεί όποτε θέλει, διπλό, να χωράει και παρέα. Όταν δεν το έχει πιάσει η Παναγιώτα με το γκομενάκι.

photo από Flickr pieabrosmama

17/9/08

Santorini in photos

Μια πόρτα ανοιχτή, μπορεί να κοιτάξεις και να προσπεράσεις, μπορεί να σταθείς και να ονειρευτείς.
Γαλάζιο και λευκό μπλέκονται, ανοίγει η ματιά μου, που θα χωρέσει όλη αυτή η ευτυχία;

Ένα λουλούδι, λίγη λάμψη, αγάπη, μια ματιά, πάντα εδώ για σένα.
Άσπρο σύννεφακι, καλύπτει τα πάντα, σαν σε όνειρο.
Χρωματίζεις τις εικόνες μου και μου αφηγείσαι παραμύθια...
Βρήκα τη στεριά που αναζητούσα...
Σε παλιές σκουριασμένες πόρες, κλειστές...
Φεύγεις κι έρχεσαι...

12/9/08

D όπως Disappointed

Παρασκεύη. Όλοι έχουν φύγει, κανείς δεν θα προσέξει τι θα γράψω εδώ, δεν θα σχολιάσει, θα περάσει στο ντούκου.

Φεύγω με αργά βήματα από άλλη μια συνέντευξη για δουλειά. Απομακρύνομαι από την πόρτα, γυρνάω πίσω το βλέμμα και ξανακοιτάω μπροστά. Κινηματογραφική ταινία, πρώτο ή τελευταίο πλάνο.

Φεύγω σχεδόν δακρυσμένη και οργισμένη. Όχι με τον κύριο που ήταν από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, ούτε με έμενα που δεν ανταποκρίνομαι στο προφίλ της αγγελίας. Ούτε με το θράσος που είχα να στείλω σε μια αγγελία στο προφίλ της οποίας δεν ανταποκρίνομαι. Πέρασαν τα χρόνια, δεν με πήραν τα χρόνια όμως. Νιώθω γεμάτη από ιδέες στο κεφάλι μου, μικρές μεγάλες, πολύχρωμες, ασπρόμαυρες, έξυπνες και χαζές, έτοιμες να βγουν στο χαρτί, μόλις μου χαϊδέψεις τον εγωισμό μου. Δεν μπορώ να κάθομαι μόνη μου να γράφω λέξεις για την καρτέλα. Θέλω να δημιουργήσω, το νιώθω πως μπορώ, δεν θέλω να θυσιάσω τη ζωή μου σε ανούσιες εργασίες μόνο και μόνο για να βγάζω τα προς το ζην. Υπάρχει αυτή η δουλειά που φαντάζομαι ή απλά δεν μπορώ να την εντοπίσω. Πώς μπορείς να αποκτήσεις την προϋπηρεσία που ζητάνε, όταν έχεις φτάσει σχεδόν 30 και κανείς δεν σου έχει δώσει το πράσινο φως να μπεις σε μια διαφημιστική να δεις πως μυρίζει, πως είναι τα φύλλα χαρτιού όταν τυπώνονται, πως είναι να ανοίγεις την τηλεόραση και να βλέπεις την ιδέα σου να παίρνει σάρκα και οστά. Βλέπω κόσμο και κοσμάκη να διαπρέπει, βλέπω το όνομά τους σε free press της πόλης, είναι μικρότεροι, έχουν όρεξη, πληρώνονται και γουστάρουν. Τους ζηλεύω, είναι απλό. Ζήλια, τι όμορφο συναίσθημα, σε κάνει να πάρεις τους δρόμους και να ζητιανεύεις δουλειά. Να κάνεις ένα βήμα πίσω στα οικονομικά μόνο και μόνο για να κάνεις αυτό που σου αρέσει. Δεν έχω καν μάθει ακόμη αν έχω ταλέντο. Δεν έχω, πνίγομαι. Μου πήραν τον αέρα!

5/9/08

Ατάκα!

Η ατάκα του καλοκαιριού
την οποία πληροφορήθηκα το φθινόπωρο
αλλά θα γελάω όλο το χειμώνα!!!

Λοιπόν, έχουμε και λέμε. Η αδερφή μου μετά της οικογενείας της παραθερίζει στα θερινά της ανάκτορα. Επί ένα μήνα και σχεδόν κάθε πρωί αγοράζει ένα freddo cappuccino γλυκό από την καφετέρια της γειτονιάς και το πηγαίνει σπίτι. Σε αυτή τη μονότονη εργασία τη συνοδεύει και η ανηψιά μου, η γνωστή σε όλους Παναγιώτα. Πάει μια, πάει δυο, πάει τρεις. Freddo cappucinno γλυκό παρακαλώ. Έ κάποια στιγμή, το παιδί που έφτιαχνε τους καφέδες της, πριν προλάβει να μιλήσει η ίδια, της λέει: "Ένα freddo cappuccino γλυκό;" "Ναι!"

Και της ψιθυρίζει η Παναγιώτα: "Αυτός σου έκανε ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΚΑΜΑΚΙ!"

Ουδέν σχόλιο!!!

1/9/08

Βίλα Κομπρέ

Από τα καλύτερα που μου συνέβησαν το καλοκαίρι αυτό!