24/8/17

Οι προσδοκίες των άλλων


Πριν 20 χρόνια περίμενα κι εγώ με αγωνία τα αποτελέσματα των πανελληνίων. Την πρώτη χρονιά, το όνομά μου εμφανίστηκε στη λίστα. Συνοδευόταν όμως με μια αδιάφορη προς εμένα σχολή, τότε απλώς δηλώναμε σχολές στη σειρά, με διάφορα κριτήρια και συχνά χωρίς καθόλου κριτήρια. Ήθελα να περάσω δημοσιογραφία αλλά ήταν αρκετά δύσκολο, οι βαθμοί μου ήταν μέτριοι προς το καλό και θα χρειαζόταν, προφανώς, πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να τα καταφέρω.


Θυμάμαι τη στιγμιαία απογοήτευση, το ταξίδι στην Πάτρα για να πάρω το πάσο μου στο ΤΕΙ και την αγωνία, όλη την επόμενη χρονιά για το πόσο καλύτερα θα μπορούσα να γράψω, πόσο πιο ξεκάθαρα να κολλήσω τον Μέτερνιχ στο μυαλό μου, πόσα διαφορετικά πράγματα θα μπορούσαν να με μπερδέψουν στην πολιτική οικονομία και γιατί ακόμη δεν είχα καταλάβει επαρκώς τα ολοκληρώματα. Θα έπρεπε να με είχε πονηρέψει τότε ότι είχα γράψει αρκετά καλά στην Έκθεση και είχα κρατήσει τον βαθμό. 


Ήταν φως φανάρι, θα γινόμουν γραφιάς, έστω και στο σπίτι μου από ό,τι αποδείχτηκε. Θα έγραφα για να ζήσω, θα έγραφα ακόμη και όταν δεν πληρωνόμουν, θα έγραφα στριμωγμένη σε γραφεία περιοδικών, με μωρά στην αγκαλιά, σε καφετέριες, με διευθυντές σκέτη εκμετάλλευση, αλλά θα μου άρεσε. Θα άνοιγα blog. Αλλά ήμουν απονήρευτη τότε.


Όταν ξαναπέρασα την διαδικασία των πανελληνίων, πρωινό ξύπνημα, 20λεπτη διαδρομή σε γειτονική πόλη, για τρεις διαφορετικές ημέρες εκείνου του Ιουνίου, είχα δηλώσει ελάχιστες σχολές, μετρημένες στα δάκτυλα. Ήταν απλό. Δεν πέρασα. Οι γονείς μου δεν αντέδρασαν. Δεν θυμάμαι απογοήτευση. Θυμάμαι ότι ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα ξαναπροσπαθούσα. Θυμάμαι ότι δεν το έβλεπα σαν αποτυχία. Προφανώς και υπήρχαν προσδοκίες που δεν ικανοποίησα. Αλλά ήξερα τόσο πολύ τι ήθελα να κάνω. 


Φυσικά, χρειάζονταν χρήματα για φοιτήσω σε ιδιωτική σχολή. Εξυπακούεται ότι ήμουν πολύ τυχερή που οι γονείς μου είχαν να μου τα προσφέρουν. Εννοείται ότι είχα την υποστήριξή τους σε κάθε απόφαση από εκεί και πέρα, αν και αρνήθηκα κάθε ανάμειξη στην εύρεση εργασίας. Βρήκα δουλειές, τις έχασα, τις άφησα, ξαναβρήκα. Δεν βρήκα πάντα το δρόμο μου. Η αλήθεια είναι ότι ακόμη τον ψάχνω. Ξέρω όμως ότι είμαι τυχερή που δεν είδα την πίκρα στα μάτια τους.


Ίσως, μέσα τους, να πληγώθηκαν. Δεν μου το είπαν ποτέ. Να μόνο προχθές, εν τη ρύμη του λόγου, η μαμά μου είπε πως, ίσως, να είχα περάσει στο Πανεπιστήμιο, τότε, αν είχα δώσει και τρίτη φορά. Πήρα πτυχίο πανεπιστήμιου τελικά, στο Ανοιχτό, αλλά, ξέρεις, αυτή η μέρα που βγαίνουν οι βάσεις δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη επιτυχία, που αναβοσβήνει σαν φωτεινή επιγραφή. Ούτε καν της ημέρας της ορκωμοσίας.


Το να περάσεις στο πανεπιστήμιο είναι κάπως σαν παράσημο. Όχι τόσο για σένα. Για τους γονείς σου. Για σένα, απλώς, ξεκινά η ομορφότερη περίοδος της ζωής σου. Της πιο ανέμελης. Της πιο «γεμάτης». Γιατί στα 18 και στα 19, έχεις μια ζωή μπροστά σου και, αν μη τι άλλο, κατάφερες, από νωρίς, να ικανοποιήσεις τις προσδοκίες των άλλων. Τώρα μπορείς επιτέλους να κοιτάξεις ποιες είναι και οι δικές σου προσδοκίες.


9/8/17

Όλα τα βιβλία που μπορούμε να διαβάσουμε

"Books are unique portable magic."
Stephen King


Τα καλοκαιρινά βιβλία είναι διαφορετικά. Τα βαφτίζουμε καλοκαιρινά γιατί τους έλαχε να τα διαβάσουμε στις διακοπές μας, όσο προλάβουμε, αν προλάβουμε. Είναι, όμως, αλλιώτικα.  Έχουν αλμύρα και περισσότερες τσακισμένες σελίδες. Έχουν σπασμένη ράχη και σταγόνες ιδρώτα. Στριμώχνονται σε τσάντες με πετσέτες, ξεχνιούνται στο καπό του αυτοκινήτου και  ενώ, συνήθως, τα αγαπώ περισσότερο από αυτά που διαβάζω τον χειμώνα, τους συμπεριφέρομαι άσχημα. Αν τα έχω αγαπήσει πραγματικά, τα παίρνω παντού μαζί μου γιατί μπορεί να καταφέρω να διαβάσω δυο τρεις σελίδες, όπου κι αν βρεθώ. Στην ξαπλώστρα, στη βεράντα, στην ψάθα, στον καφέ. Δεν είχαν όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου σχέση με το διάβασμα. Φαντάζομαι ότι υπήρξαν διακοπές που δεν με μάγεψαν, που δεν μπήκαν στις αποσκευές μου, που δεν μου κράτησαν παρέα σε κάποια παραλία. Που πίστευα ότι είχα σημαντικότερα πράγματα να κάνω.

Κάποια βιβλία, όμως, θυμάμαι ζωντανά ότι τα έχω διαβάσει καλοκαίρι.

Στην εφηβεία, με την «Αστραδενή», ένα καλοκαίρι που συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται και πληγώθηκα.

Θυμάμαι στα είκοσι, να ξυπνάω χαράματα να συνεχίσω το διάβασμα στον «Μάγο» του Τζον Φόουλς. Να νιώθω τη ζέστη που απέπνεαν οι σελίδες και να μην μπορώ να αντισταθώ.

Το 2009  το «Λυκόφως» στο ξενοδοχείο στην Ταϊλάνδη, που τυχαία είχα αγοράσει φεύγοντας από Ελλάδα και με μια λοξή ματιά στις ξαπλώστρες, το σοκ: όλοι να διαβάζουν το ίδιο στην έκδοση που μιλάει τη γλώσσα τους.

Το πρώτο καλοκαίρι ως μαμά, που κυριολεκτικά καταβρόχθιζα βιβλία, ξαγρυπνώντας, θηλάζοντας, με ένα μικρό φωτάκι, στο πατρικό μου, σε ένα δωμάτιο με πάτωμα που έτριζε, μη πιστεύοντας στο θαύμα που είχα στην αγκαλιά μου.

Πέρυσι, με την Jane Eyre, που μετέφραζα στα κορίτσια από τα αγγλικά και η Μιράντα είχε μάθει απ'έξω (και είχε κρυφοερωτευτεί τον κύριο Ρότσεστερ!)

Και φέτος με το «Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε» νομίζω πως θα συμβεί κάτι παρόμοιο. Θα μπει στο πάνθεον των καλοκαιρινών βιβλίων, που ξυπνάς για να διαβάσεις και τοποθετείς τον σελιδοδείκτη στη θέση του, γιατί τα μάτια σου δεν αντέχουν άλλο.