Breath in Breath out
πελαγώνω [pelaγóno] P1α μππ. πελαγωμένος : 1. (λαϊκότρ.) πλέω στην ανοιχτή θάλασσα, στο πέλαγος. 2. (συνήθ. μτφ.) περιέρχομαι σε κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας, επειδή συναντώ πολλές και μεγάλες δυσκολίες· ΣYN έκφρ. τα χάνω: Mου ΄πεσαν πολλές δουλειές μαζί και έχω πελαγώσει. [λόγ. πέλαγ(ος) -ώ > -ώνω κατά το θαλασσώνω (διαφ. το ελνστ. πελαγῶ `πλημμυρίζω΄)]
Μέσα σε ό,τι απέμεινε από τον Νοέμβριο πρέπει
- να γράψω δύο εργασίες για το ΕΑΠ 2.500 λέξεων έκαστη
- να διοργανώσω το πιο super first birthday party για την καλή μου και
- να προετοιμαστώ για ένα ταξίδι αναψυχής στη Βιέννη (aka ψάξιμο στο ίντερνετ, σημειώσεις στο χάρτη κλπ.)
Δεν με φοβάμαι, θα διαχειριστώ το χρόνο μου σωστά και όλα θα πάνε καλά στο τέλος, αλλά αυτή τη στιγμή νιώθω ...πελαγωμένη!!!
2 σχόλια:
Ουφ!! Αυτό θα πει φόρτος εργασίας!!
Το παρτάκι όμως και το ταξιδάκι (ζηλεύω!) θα σε αποζημιώσουν και με το παραπάνω!!
Καλή δύναμη και καλή διασκέδαση! :)
Τρελοτουρίστρια
Ως τρελοτουρίστρια δεν θα έπρεπε να ζηλεύεις!!!! ;-))
Δημοσίευση σχολίου