Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια
μαμά και δυο παιδιά, μικρά, τρυφερά και όμορφα. Ζούσαν στο δάσος και είχαν
φτιάξει το μικρό σπιτάκι τους στα κλαδιά του αγαπημένου τους δέντρου, μιας
καστανιάς. Όταν έβρεχε κρυβόντουσαν στο σπίτι τους, όταν είχε ήλιο στέκονταν
στον παχύ ίσκιο που έκανε το δέντρο τους, όταν έρχονταν τα άγρια ζώα τους
πετούσαν τα κάστανα κι αυτά φεύγανε χορτασμένα μόνο για λίγο.
Μια μέρα, η μαμά και τα παιδιά
ξύπνησαν και είδαν γύρω τους φωτιά. Το δάσος καιγόταν και το σπίτι τους ήταν
μέσα στις φλόγες. Η μαμά άρπαξε τα παιδιά της και έτρεξαν όλοι μαζί μακριά να
σωθούν. Για καλή τους τύχη, δίπλα υπήρχε ένα βουνό και άρχισαν να σκαρφαλώνουν.
Σιγά σιγά άρχισε να βρέχει. Η μαμά έβγαλε από
την τσάντα της μια μεγάλη ομπρέλα και την άνοιξε. Όμως από κάτω χωρούσαν μόνο
τα παιδιά της, αν έμπαινε αυτή θα έβγαινε ο γιος της και θα βρεχόταν, αν
έμπαινε αυτή κι ο γιος της θα ήταν απροστάτευτη η κόρη της. Δεν υπήρχε λύση. Κάποιος
έπρεπε να θυσιαστεί.
-Μαμά έλα θα στριμωχθούμε και θα
χωρέσουμε. Έλα, δεν μπορούμε να σε βλέπουμε να βρέχεσαι.
-Προχωρήστε εσείς, εγώ αντέχω τη
βροχή.
Όμως δεν την άντεχε. Τα ρούχα της
άρχισαν να λιώνουν και κουραζόταν διπλά να περπατάει.
Για μια στιγμή ο γιος της
πετάχτηκε και την τράβηξε κάτω από την ομπρέλα και έμεινε κάτω από την βροχή
αυτός. Γδάρθηκε το πρόσωπο του, άστραψαν πάνω του κεραυνοί.
-Μη παιδί μου. Μπορώ, προχώρησε. Σε
παρακαλώ.
Και το παιδί προχώρησε.
Και η βροχή, αλύπητη, συνεχιζόταν.
Και τα παιδιά, προστατευμένα κάτω από την ομπρέλα, γύριζαν που και που και με
δάκρυα στα μάτια κοιτούσαν τη μανούλα τους να παλεύει να σκαρφαλώσει, να μην
τους χάσει, να μην χαθεί.
Και σιγά σιγά πλησίαζαν στην
κορυφή. Και όσο έβλεπαν ότι πλησίαζαν τόσο μεγαλύτερες δυνάμεις αποκτούσαν.
Όταν φτάσανε, ως δια μαγείας, σταμάτησε
και η βροχή.
Βγήκε ο ήλιος.
Κλείσανε την ομπρέλα. Δεν την
χρειάζονταν πια.
Στην άλλη πλευρά του βουνού
έβλεπαν μακριά μια μεγάλη πόλη, σαν μια μεγάλη αγκαλιά που τους περίμενε.
Βάλανε τα κλάματα όλοι μαζί, αυτή
τη φορά από χαρά. Από την άλλη πλευρά του βουνού, δεν υπήρχε ούτε φωτιά, ούτε
βροχή. Υπήρχε μόνο μια καινούρια ζωή χωρίς ομπρέλες.
Αφιερωμένο.