Η Δανάη είναι 3 χρονών και 4 μηνών και λέει συνέχεια εξυπνάδες. Enjoy!
Μπαίνουμε στην τελική ευθεία με το αυτοκίνητο για το σπίτι της μαμάς μου.
- Σε λίγο φτάνουμε στον προορισμό μας.
Μιλάει η μαμά μου στο τηλέφωνο και λέει: - Χίλια Ευχαριστώ.
Δανάη: Όπως όταν σπάζει ένα βάζο.
(υποθέτω ότι ο συνειρμός ήταν με το "χίλια κομμάτια")
Σιδερώνω και πάει στα παιχνίδια της.
- Ο καθένας θα κάνει τη δουλειά του.
Της κάνω κήρυγμα ότι παραγγέλνει διάφορα να τις φτιάξω, τοστ, σοκολάτα, φρουτόκρεμα και μετά δεν τα τρώει. Με ακούει αμίλητη. Κάποια στιγμή μου λέει:
- Τώρα μαλώνουμε;
Η Μιράντα μασουλάει συνέχεια ψωμιά.
Της λέω: - Είσαι ψωμού, Μιράντα.
Της λέει η Δανάη: - Είσαι ένα ψωμού, Μιράντα.
Της ψιλοδιηγούμαι πώς γνωριστήκαμε με τον μπαμπά της, πως παντρευτήκαμε κλπ.
- Όταν αγαπηθήκαμε, σε φτιάξαμε.
- Μου βρήκατε τα κομμάτια;
Η Μιράντα ξυπνάει κλαίγοντας.
-Μήπως είδες κανένα κακό όνειρο;
Θα την κοιμίσει ο μπαμπάς της. Δεν λέει τίποτα αλλά δεν το δέχεται και 100%.
- Καληνύχτα. Θα σε σκέφτομαι από μέσα μου.
Μια νύχτα δυσκολεύεται να κοιμηθεί και ξαναέρχεται στο σαλόνι.
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ ούτε λεπτό.
-Γιατί;
-Δεν ξέρω. Κάτι δεν με αφήνει να κοιμηθώ μέσα μου.
Για 100η φορά λέω:
-Δανάη έλα να πιείς το γάλα σου. Χωρίς πλάκα.
- Το παιδί σου κάνει κάτι καλό. Θέλει να παίξει.
Περιμένουμε τον μπαμπά της να βγει από το σπίτι να φύγουμε. Αργεί.
- Άντε μπαμπά. Μου έχεις καταστρέψει τη ζωή.
Τρώμε σκέτη πιτούλα, αυτές για τα σουβλάκια.
-Τι έχεις βάλει μέσα;
-Τίποτα, σκέτη πίτα είναι.
-Αφου μυρίζω κάτι υλικά.
Βλέπουμε Τζακ και η Φασολιά.
-Μαμά αυτοί είναι φτωχοί;
-Ναι θα πουλήσουν την αγελάδα γιατί δεν έχουν να πληρώσουν το ενοίκιο.
-Ούτε τα κοινόχρηστα;
-Αυτό το πάτωμα όλο τρίζει. Αμάν. Να το αλλάξουμε ή να πάμε σε ένα ξενοδοχείο.
-Ξέρεις πώς με είπε ο μπαμπάς; "Αγάπη μου". Νομίζω ότι με αγαπάει.
Ζωγραφίζει ένα γαμπρό και μια νύφη.
-Φτιάξε και έναν παπά.
-Δεν μπορώ γιατί δεν ξέρω να κάνω τα μούσια του.
Βλέπουμε μπάσκετ.
Της λέω: -Ωραίος ο Πρίντεζης.
- Τον θες;
-Εξηγήστε μου γιατί δεν μπορώ να πιω μπύρα.
Παίζουν με τη Μιράντα και γελάνε. "Εχουμε σπάσει γέλιο"
-Σε αγαπώ πολύ μαμά. ΠΑΥΣΗ. Αλλά θέλω να με ακούς.
Είμαστε στο δρόμο με Δανάη και Μιράντα. Με παίρνουν τηλέφωνο από το γυμανστήριο να μου κλείσουν ένα δωρεάν ραντεβού για το τμήμα αισθητικής! Τους λέω ότι δεν ξέρω πότε μπορώ, να με πάρουν από Δευτέρα.
- Ποιός ήταν;
-Από το γυμναστήριο.
-Έπρεπε να τους πεις (ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ) "Δεν μπορώ τώρα. Είμαι με τα παιδιά μου"
-Δεν ήθελα ο ντιέγκος να τελειώσει.
Μπαίνουμε στην τελική ευθεία με το αυτοκίνητο για το σπίτι της μαμάς μου.
- Σε λίγο φτάνουμε στον προορισμό μας.
Μιλάει η μαμά μου στο τηλέφωνο και λέει: - Χίλια Ευχαριστώ.
Δανάη: Όπως όταν σπάζει ένα βάζο.
(υποθέτω ότι ο συνειρμός ήταν με το "χίλια κομμάτια")
Σιδερώνω και πάει στα παιχνίδια της.
- Ο καθένας θα κάνει τη δουλειά του.
Της κάνω κήρυγμα ότι παραγγέλνει διάφορα να τις φτιάξω, τοστ, σοκολάτα, φρουτόκρεμα και μετά δεν τα τρώει. Με ακούει αμίλητη. Κάποια στιγμή μου λέει:
- Τώρα μαλώνουμε;
Η Μιράντα μασουλάει συνέχεια ψωμιά.
Της λέω: - Είσαι ψωμού, Μιράντα.
Της λέει η Δανάη: - Είσαι ένα ψωμού, Μιράντα.
Της ψιλοδιηγούμαι πώς γνωριστήκαμε με τον μπαμπά της, πως παντρευτήκαμε κλπ.
- Όταν αγαπηθήκαμε, σε φτιάξαμε.
- Μου βρήκατε τα κομμάτια;
Η Μιράντα ξυπνάει κλαίγοντας.
-Μήπως είδες κανένα κακό όνειρο;
Θα την κοιμίσει ο μπαμπάς της. Δεν λέει τίποτα αλλά δεν το δέχεται και 100%.
- Καληνύχτα. Θα σε σκέφτομαι από μέσα μου.
Μια νύχτα δυσκολεύεται να κοιμηθεί και ξαναέρχεται στο σαλόνι.
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ ούτε λεπτό.
-Γιατί;
-Δεν ξέρω. Κάτι δεν με αφήνει να κοιμηθώ μέσα μου.
Για 100η φορά λέω:
-Δανάη έλα να πιείς το γάλα σου. Χωρίς πλάκα.
- Το παιδί σου κάνει κάτι καλό. Θέλει να παίξει.
Περιμένουμε τον μπαμπά της να βγει από το σπίτι να φύγουμε. Αργεί.
- Άντε μπαμπά. Μου έχεις καταστρέψει τη ζωή.
Τρώμε σκέτη πιτούλα, αυτές για τα σουβλάκια.
-Τι έχεις βάλει μέσα;
-Τίποτα, σκέτη πίτα είναι.
-Αφου μυρίζω κάτι υλικά.
Βλέπουμε Τζακ και η Φασολιά.
-Μαμά αυτοί είναι φτωχοί;
-Ναι θα πουλήσουν την αγελάδα γιατί δεν έχουν να πληρώσουν το ενοίκιο.
-Ούτε τα κοινόχρηστα;
-Αυτό το πάτωμα όλο τρίζει. Αμάν. Να το αλλάξουμε ή να πάμε σε ένα ξενοδοχείο.
-Ξέρεις πώς με είπε ο μπαμπάς; "Αγάπη μου". Νομίζω ότι με αγαπάει.
Ζωγραφίζει ένα γαμπρό και μια νύφη.
-Φτιάξε και έναν παπά.
-Δεν μπορώ γιατί δεν ξέρω να κάνω τα μούσια του.
Βλέπουμε μπάσκετ.
Της λέω: -Ωραίος ο Πρίντεζης.
- Τον θες;
-Εξηγήστε μου γιατί δεν μπορώ να πιω μπύρα.
Παίζουν με τη Μιράντα και γελάνε. "Εχουμε σπάσει γέλιο"
-Σε αγαπώ πολύ μαμά. ΠΑΥΣΗ. Αλλά θέλω να με ακούς.
Είμαστε στο δρόμο με Δανάη και Μιράντα. Με παίρνουν τηλέφωνο από το γυμανστήριο να μου κλείσουν ένα δωρεάν ραντεβού για το τμήμα αισθητικής! Τους λέω ότι δεν ξέρω πότε μπορώ, να με πάρουν από Δευτέρα.
- Ποιός ήταν;
-Από το γυμναστήριο.
-Έπρεπε να τους πεις (ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΗΣ) "Δεν μπορώ τώρα. Είμαι με τα παιδιά μου"
-Δεν ήθελα ο ντιέγκος να τελειώσει.