Κι εκεί που είχα λέει το πιο ήσυχο και καλόβολο κοριτσάκι και έψαχνα να φτιάξω busy bags, αυτές τις ωραίες τσαντούλες που χώνεις ό,τι παιχνιδάκια είναι πιο ενδιαφέροντα για να περνάει ευχάριστα ο χρόνος στις καφετέριες και στα εστιατόρια, ξαφνικά το μικρό μου γλυκό παιδάκι μεταμορφώθηκε εν μία νυκτί σε enfant terrible. Έπρεπε να είχα πάρει πολύ σοβαρά τον ενδοκρινολόγο μου όταν πριν από 4-5 μήνες με είχε ρώτησει πόσο είναι η μικρή και του είχα πει 2 χρονών. «Α, the terrible two’s» μου είχε πει τότε. «Εντάξει δεν είναι και τόσο terrible, είναι καλό παιδάκι, συνεργάσιμο», του είχα απαντήσει τότε. Ναι. Τότε.
Σήμερα έκλαιγε για κανένα μισάωρο με σάλια και αναφιλητά επειδή η αγαπημένη της ξαδέρφη δεν βγήκε στο διάλλειμα και είχαμε ξεροσταλιάσει έξω από την αυλή του σχολείου να την περιμένουμε. Και μετά από μισή ώρα στον ήλιο αποφάσισα ότι είναι καιρός να γυρίσουμε στο σπίτι μας, να κάτσω, να πιω μια γουλιά νερό, να προστατευτούμε από την ηλίαση. Λάθος. Η Δανάη είχε άλλη γνώμη. Έτσι, κάναμε ένα πολύ ωραίο πέρασμα από την γειτονιά, με κλοτσοπατινάδες, κλάματα και τσιρίδες. Μέχρι που φτάσαμε σπίτι και φώναζε τόσο πολύ που η γειτόνισσα άνοιξε την πόρτα να δει ποιό παιδί βασανίζουν. Και εννοείται ότι πριν φύγουμε από το σχολείο είχα προσπαθήσει με χίλιους δυο, «καλούς» τρόπους να την πείσω να φύγουμε. Μέχρι και καραμέλα έταξα, ποιός; Εγώ!
Συνήλθε φυσικά και έγινε το καλό κοριτσάκι που ήξερα. Με έπαιρνε εκατό αγκαλιές και τη ρώταγα γιατί έκλαιγε πριν και μου έλεγε γιατί δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Αυτά τα meltdowns όπως τα λένε στα εξωτερικά, συμβαίνουν πολύ συχνά αυτές τις μέρες. Μία φορά τουλάχιστον τη μέρα, ειδικά προς το βράδυ, όταν δεν έχει κοιμηθεί το μεσημέρι. Η αντίδρασή μας so far. Μούγκα! Την αφήνουμε να ξεσπάσει, κοιταζόμαστε όλο κατανόηση και περιμένουμε. Ή όταν είμαι μόνη μου κοιτάζω τον τοίχο και περιμένω. Καμιά φορά της λέω να σταματήσει να κλαίει για να καταλάβω τι μου λέει. Καμιά φορά πετάει και πράγματα, η κατάσταση γίνεται ακραία. Η τιμωρία στη γωνία σταμάτησε να πιάνει πια. Τρέχει να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι όπου συνεχίζει να κλαίει γοερά.
Ωραίο timing θα σκεφτεί κανείς, τώρα που έρχεται και το νεογέννητο. Το παίζω τέρας ψυχραιμίας και ψάχνω να βρω ποιός θα την πληρώσει τη νύφη από τα νεύρα μου που συσσωρεύονται αλλά δεν εξωτερικεύονται ακόμη. Π.χ. ο άντρας μου ή η μαμά μου...
Και συν τοις άλλοις, δυο μέρες πριν το προγραμματισμένο ραντεβού για τη γνωριμία μας με το σπλάχνο μου, με έχει πιάσει μια μαυρίλα, μια αναθεματισμένη απαισιοδοξία, του στυλ δεν θα τα καταφέρω, θα κλαίω όλη μέρα και θα τα βάζω με όλους και με όλα, το σπίτι θα είναι ένα αχούρι, ό,τι θα λέει η μαμά μου θα είναι λάθος, και κάθε φορά που ο Δημήτρης θα θέλει να ξεμυτίσει από το σπίτι θα το θεωρώ εσχάτη προδοσία. Πρόσθεσε σε αυτά και τις τσιρίδες της Δανάης, το κλάμα του μωρού και έχεις μια ωραία πακεταρισμένη επιλόχεια κατάθλιψη. Που ήρθε λίγο πιο νωρίς και ελπίζουμε να μας αφήσει εγκαίρως στην ησυχία μας.