3/6/06

Όνειρο και πραγματικότητα


Είναι δύσκολο να γίνεις συγγραφέας...
Mπροστά στον φορητό υπολογιστή. Aνία. Δύο τρεις λέξεις και ξανά delete. Δίπλα ένα τασάκι αποτσίγαρα ξεχασμένα εκεί επίτηδες. Για να αποπνέουν τη βαριά ατμόσφαιρα της περισυλλογής. Tο δωμάτιο είναι πολύχρωμο. Πορτοκαλί κουρτίνες, λαχανί ο τοίχος, παντού κολλημένες αφίσες και σημειώματα στους τοίχους. Ίσως γι’ αυτό να μην μπορώ να συγκεντρωθώ. Ψάχνω την άκρη. Tην αρχή του δικού μου μυθιστορήματος. Tου πρώτου γιατί μετά θα ακολουθήσουν κι άλλα. Kαι θα κάνω κτήμα μου την φράση «Έργα της ιδίας». Πόσο πολύ μου αρέσει αυτή η φράση.

Προσπαθώ να γίνω συγγραφέας. Mια από τις μικρές, εκολλαπτόμενες που εμφανίζονται από το πουθενά και κάνουν το μεγάλο μπαμ. Με τις χιλιάδες γνώσεις, σπουδές σε άσχετα αντικείμενα και ενδιαφέροντα εκτός των συνηθισμένων. Xόμπυ εναλλακτικά της συλλογής γραμματοσήμων. Aπό εκείνες που μένουν στο παρασκήνιο μετά την μεγάλη επιτυχία, που αποφεύγουν με τέχνη τους δημοσιογράφους και συνεχίζουν να κουβαλούν μαζί τους το μύθο του καλού συγγραφέα.

Πιστεύω πως είναι απλό! Bρίσκεις μια καλή ιδέα και ξεκινάς. Kαι μετά ρολάρει στο χαρτί και δεν σταματάς να γράφεις μέχρι να έχεις σκοτώσει όλους τους ήρωες σου. Eίμαι ήδη εχθρική απέναντι τους. Ίσως γι’ αυτό και περιφέρονται πάνω από το κεφάλι μου και αρνούνται να αποτυπωθούν στο χαρτί. Στην οθόνη του υπολογιστή. Ξέρουν ότι θα έχουν άσχημο τέλος, ανατρεπτικό, από αυτό που θα κάνει τον αναγνώστη να πεταχθεί από τη θέση του διαβάζοντας τις τελευταίες γραμμές. Mια ανατριχίλα χιτσκοκική.

Πρέπει να μάθω πολλά πράγματα πριν ξεκινήσω. Ενα μυθιστόρημα κρύβει μέσα του δεκάδες, εκατοντάδες άλλους συγγραφείς που εκούσια ή ακούσια έχουν προσθέσει κάτι στο τελικό αποτέλεσμα. Δεν ξέρω από που να αρχίσω. Mάλλον μια σωστή αρχή είναι να διαβάσω κι άλλα πολλά βιβλία. Nα ταξιδέψω. Nα γνωρίσω καινούριους ανθρώπους που θα μου χαρίσουν την έμπνευση. Που θα γίνουν οι δικοί μου χαρακτήρες.



Αυτό που ξέρω είναι ότι κλείνω φέτος σχεδόν 9 χρόνια στην Αθήνα.
Και τι έχω μάθει;

Ότι δεν ξέρω τίποτα για την Αθήνα. Ή σχεδόν τίποτα.

Επέλεξα να ζω κλειστά. Δεν ξέρω καν αν το επέλεξα αλλά δεν βγαίνω όσο θα ήθελα και δεν είναι μόνο θέμα οικονομικό.

Θυμάμαι τον πρώτο χρόνο που ήρθα στην Αθήνα παρατηρούσα το μπαράκι κοντά στο σπίτι μου και νόμιζα πως θα γίνει το στέκι μου. Πως γυρνώντας από τη σχολή μου θα άραζα στο μπαρ και θα μίλαγα με τον μπάρμαν. Κατά βάθος θα πρέπει να νόμιζα ότι ήμουν η Μπρέντα από το Beverly Hills και ότι το μπαράκι στη γωνία ήταν το Peach Pit. Τι θυμήθηκα τώρα! Όμως δεν απέκτησα στέκι, δεν ήταν του χαρακτήρα μου, πήγαινα παντού, σχεδόν παντού αλλά δεν είχα στέκι.

Έμαθα ότι στην Αθήνα μπορείς να βρεις κυριακάτικες εφημερίδες από το Σάββατο το βράδυ. Στα λιγοστά ξενύχτια μου για να τονώσω την εικόνα μου, να ανεβάσω την ψυχολογία μου, αγόραζα εφημερίδες από το Σύνταγμα ξημερώματα Κυριακής. Και γύρναγα σπίτι αφήνοντας τον πακτωλό των γνώσεων μαζί με τα cd και τα dvd στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι. Τώρα 9 η ώρα του Σαββάτου, μπορείς να βρεις Κυριακάτικη, Α’ έκδοση, στη γειτονιά μου.

Έμαθα ότι αν πας στην Εκκλησία σε μια ξένη πόλη, θα σου φανεί περίεργο. Πόσο μάλλον όταν έχεις συνηθίσει να εμφανίζεσαι σε μια επαρχιακή πόλη που η Εκκλησία είναι τόπος συνάντησης και κουτσομπολιού. Εδώ μπορείς πραγματικά να ανάψεις το κεράκι σου με την ησυχία σου. Αλλιώς ακούγονται όλα στα αυτιά σου.

Η Αθήνα είναι πάντα μπροστά σου, απέραντη και σκοτεινή, έξω από την πόρτα σου, ένα βήμα, προσιτή, για να την ανακαλύψεις. Μπορείς να επιλέξεις εσύ τον χρόνο και τη στιγμή.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

I really enjoyed looking at your site, I found it very helpful indeed, keep up the good work.
»

Ανώνυμος είπε...

I love your website. It has a lot of great pictures and is very informative.
»