Δεν έχω φούρνο. Χάλασε. Εντάξει σιγά το πράγμα. Αλλά χτες
που είχα όρεξη να φτιάξω λαγάνα, δεν τα κατάφερα. Και έβρεχε τόσο πολύ και έβαλα
τα μικρά μου στο αυτοκίνητο και πήγαμε να γιορτάσουμε τα σκοτεινά κούλουμα στη
γιαγιά αφού ο Δημήτρης δούλευε.
Και όλη η ημέρα χτες ήταν μικρές στιγμές, σαν αυτά τα
αγγίγματα από τους ερωτευμένους. Η Μιράντα στη διαδρομή να μου λέει ότι θα
πάρει έναν μικρό υπνάκο. Και να λέει την Καθαρά Δευτέρα, Καθαρή μέρα. Η Δανάη να διαβάζει συνεχώς πινακίδες. Κι εγώ να της λέω
πόσο καλό της κάνει αυτό, πώς θα μάθει τόσες πολλές λέξεις με αυτόν τον τρόπο.
Ο δρόμος άδειος, ο ουρανός σκοτεινός, χωρίς κίνηση. Βρέχει δυνατά σε όλη τη
Μεσογείων και μετά λίγες ψιχάλες.
Νιώθω την καρδιά να τσιμπάει, σαν συγκίνηση
από το πουθενά. Η μαμά μου, κλασικά πελαγωμένη, με άγχος αν τηγανίζει καλά τους
γαριδοκεφτέδες. Αν θα φτάσει για όλους το ρύζι με το καλαμάρι. Έχει στήσει το
τραπέζι όμορφα, έχει ξεπατωθεί στην κούραση. Ζει για αυτή την κούραση όμως. Για
να έρθουμε εμείς. Ο αδερφός μου με την οικογένειά του απόντες, λόγω αυτών των
διαβολικών ιώσεων που χωρίζουν τις οικογένειες τέτοιες ωραίες ημέρες.
Τα κορίτσια πλακώνονται στη λαγάνα. Το ίδιο κι εγώ. Έχει
κάτι το τόσο οικείο αυτό το σπίτι. Κι ας μην είναι το σπίτι που μεγάλωσα. Είναι
το σπίτι που έζησα κι εγώ μόνη. Το ίδιο, τα ίδια έπιπλα σχεδόν, όμως αλλιώς
τώρα, με την αύρα της μαμάς.
Βάζουμε ταινία να δούμε και μετά έρχονται η αγαπημένη τους ξαδέρφη
και η αδερφή μου. Γελάμε. Τρώμε. Περιμένουμε το ζελέ με τις φράουλες.
Αυτό που είσαι απλά με την οικογένειά σου και δεν χρειάζεται
να πεις τίποτα, ούτε να κάτσεις με κάποιον πολύ καθωσπρέπει τρόπο στον καναπέ.
Που απλά μιλάτε. Που ακούς για θεατρικές παραστάσεις και βιβλία, που σου αρέσει
που η μαμά σου ζει σε αυτόν τον κόσμο και μοιράζει τον χρόνο της σε όλα αυτά τα
ωραία.
Λίγο τσιμπάει η καρδιά, οι μικρές ξεροσταλιάζουν,
περιμένοντας την ξαδέλφη τους να παίξουν. Πόσο μεγάλωσε, πόσο καλή είναι που
παίζει ακόμη μαζί τους, παρόλο που τους χωρίζουν τόσα χρόνια, και όλη η ζωή
είναι μπροστά της, μετά από αυτές τις βαρετές οικογενειακές συνευρέσεις.
Δεν αχνοφαίνεται καθόλου ήλιος όλη την ημέρα πίσω από τα
σύννεφα. Όμως συνεχώς νιώθω συγκινημένη. Ευλογημένη. Για το σπίτι, τα πρόσωπα,
τα παιδιά.
Είναι σκοτάδι έξω, είμαστε όλοι μαζί κι αν ήταν ο Δημήτρης
εδώ, θα ήταν όλα ακόμη καλύτερα. Νιώθω τύψεις για την ευτυχία, για τη ζέστη,
για τη θαλπωρή. Νιώθω ενοχές για το φαγητό, για τα ρούχα, τα μπουφάν, τις μπότες.
Νιώθω πώς δεν κάνω τίποτα για να βοηθήσω, πως η καρδιά μου δεν θα σταματήσει να
νιώθει τσιμπήματα αν δεν κάνω κάτι.
Δεν έχω φούρνο. Χάλασε. Εντάξει σιγά το πράγμα.
3 σχόλια:
Αχ, αχ, αχ.... Τι ψυχή όμορφη είσαι....
Αχ βρε Γιάννα κι εσύ όμως!!!
Τόσα συναισθήματα καλά ψημένα σε έναν χαλασμένο φούρνο.
Δεν σε ήξερα. Τώρα είναι σαν να σε ξέρω. Θα σε ακολουθώ. Ο χαλασμένος σου φούρνος ζέστανε την ψυχή μου.
Δημοσίευση σχολίου