*Την είδα σήμερα, τυχαία, σε μια φωτογραφία στο facebook σε μια φωτογραφία από μια παρουσίαση βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες και όλο αυτό ήρθε τόσο αυθόρμητα.
Η μαμά μου είναι stalker του Βατόπουλου, κυνηγάει την Επτακοίλη να της υπογράψει το «Άλλο μου ολόκληρο» και κάνει βιαστικές συζητήσεις με τον Ξανθούλη στο πεζοδρόμιο της Ασκληπιού. Την ξέρουν τα γκαρσόνια στον Ιανό και ο μπάρμαν στο Rosebud της δίνει τη Lifo και την Athens Voice χωρίς να του τα ζητήσει, από συνήθεια, κάθε Πέμπτη. Ανταλλάσει απόψεις με την Αρετή του Free Thinking Zone και τη συνδέει μια βαθιά φιλία με τη Μαρία του Επί Λέξει, από την αδικοχαμένη Εστία. Δεν έχει facebook αλλά εγώ τη βλέπω, την άλλη ημέρα, στις φωτογραφίες των εκδηλώσεων που έχει πάει, καμιά φορά απλά μαντεύω ότι είναι η ασπρόμαυρη φιγούρα που διακρίνεται στη δεύτερη σειρά.
Η μαμά μου είναι stalker του Βατόπουλου, κυνηγάει την Επτακοίλη να της υπογράψει το «Άλλο μου ολόκληρο» και κάνει βιαστικές συζητήσεις με τον Ξανθούλη στο πεζοδρόμιο της Ασκληπιού. Την ξέρουν τα γκαρσόνια στον Ιανό και ο μπάρμαν στο Rosebud της δίνει τη Lifo και την Athens Voice χωρίς να του τα ζητήσει, από συνήθεια, κάθε Πέμπτη. Ανταλλάσει απόψεις με την Αρετή του Free Thinking Zone και τη συνδέει μια βαθιά φιλία με τη Μαρία του Επί Λέξει, από την αδικοχαμένη Εστία. Δεν έχει facebook αλλά εγώ τη βλέπω, την άλλη ημέρα, στις φωτογραφίες των εκδηλώσεων που έχει πάει, καμιά φορά απλά μαντεύω ότι είναι η ασπρόμαυρη φιγούρα που διακρίνεται στη δεύτερη σειρά.
Η μαμά μου είναι μόνη της. Ξενυχτάει τα βράδια βλέποντας
τηλεόραση και όταν έχει καταφέρει να νικήσει τον ύπνο, πηγαίνει στο τραπέζι με
το παζλ και ξεχωρίζει τα κομμάτια σε αποχρώσεις, δεξιά τα γαλάζια, δίπλα τα
σκούρα μπλε και μετά τα μαύρα. Όταν χαράξει, πίνει τον καφέ της και πάει για
ύπνο γιατί εκεί, μέσα στον θόρυβο μιας πόλης που ξυπνάει, δεν φοβάται να
κοιμηθεί.
Η μαμά μου είναι cool. Αντέδρασε χωρίς υστερίες στο άκουσμα ότι ενδέχεται να
μετακομίσουμε στην Αγγλία και άκουσε με ορθάνοιχτα τα αυτιά της την ιστορία μας.
Αφουγκράστηκε την ανάγκη μας να το κάνουμε και κατάλαβε τους φόβους μας πριν το
μεγάλο βήμα. Όταν της ανακοίνωσα πως η απόφασή μας τελικά ήταν αρνητική, είπε
απλά «δηλαδή, πάει το όνειρο;». Η μαμά μου είναι πάνω από όλα ρομαντική.
Η μαμά μου αγχώνεται για χίλια δυο. Μερικά είναι σοβαρά, όπως
η υγεία των εγγονών της και μερικά αστεία, να βάλει καλαμπόκι στη σαλάτα το
Σάββατο, να φτιάξει γιαουρτόγλυκο ή εκείνο το γλυκό με τα μπισκότα; Θα του
αρέσει του γιου της το πώς έψησε το χοιρινό; Όταν βλέπει ειδήσεις, είναι
πεπεισμένη ότι έρχεται η καταστροφή, αλλά ποιος δεν το πιστεύει αυτό, όταν
βλέπει ειδήσεις;
Της μαμάς μου της αρέσει ο Ααρον Εκχαρτ και ο Ράιαν
Γκόσλινγκ αλλά μαζί με το Μπρούσκο βλέπει και τις κουλτουριάρικες σειρές που
βάζει η ΕΡΤ. Δεν θέλει να πάρει τάμπλετ να μιλάμε στο Skype και δεν ξέρει να διαβάζει μηνύματα
στο κινητό της.
Η μαμά μου, στην ενήλικη ζωή της, δεν είχε φίλες, όπως εννοεί
κανείς τις κολλητές. Είχε πάντα επαφές και επισκέψεις και πολύ κοντινούς της ανθρώπους
που είχαν εκτιμήσει αυτό που ήταν και τον τρόπο που το εξέπεμπε. Στην Αθήνα,
βγαίνει για καφέ με μια κοπέλα που γνώρισε στο ταχυδρομείο γιατί, με έναν
μαγικό τρόπο, κάτι κοινό αναγνώρισαν η μία στην άλλη, πάνω από τους λογαριασμούς
της ΔΕΗ και τα γραμματόσημα στον γκισέ. Ένα μαγαζί με κορνίζες που έκλεισε στη
Διδότου την έκανε να χάσει άλλη μια καινούρια και καλή φίλη, που τώρα μένει
μακριά, αλλά, που και που, έρχεται για ολοήμερο καφέ και κους κους στον καναπέ της.
Έχει και τις ξαδέρφες της που την αγαπούν και κάθε φορά που βρίσκονται μιλάνε
και οι τρεις τους ασταμάτητα η μία πάνω στην άλλη για να προλάβουν να τα πουν
όλα.
Η μαμά μου έχει εμάς. Τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Κι
αν μένουμε στην ίδια πόλη, ήταν και είναι τόσο διακριτική και τόσο απλόχερα
διαθέσιμη την ίδια στιγμή. Όταν κλείνεται στο καβούκι της, είναι σαν να παίρνει
δυνάμεις, να θέλει να απέχει επειδή μένει μόνη και μπορεί να το κάνει. Όταν νιώθει
ζωντανή, μπορεί να περπατήσει όλη την Ερμού για να ψάξει το κατάλληλο δώρο για
τον καθένα μας και να γυρίσει ξέπνοη στο σπίτι με φουσκάλες στα πόδια.
Η μαμά μου βγάζει θησαυρούς από παντού που τους έχει
κρατήσει σαν φυλακτό. Ανακαλύψεις που θα έπιαναν την καλή στο ebay αλλά και vintage τσάντες που δεν φορέθηκαν ποτέ
αλλά παραμένουν τυλιγμένες σε ένα ύφασμα στο βάθος της ντουλάπας.
Δεν της αρέσει να επιστρέφει στο πατρικό μας γιατί έχει
ξεχάσει πως είναι να ζεις εκεί, με όλα τα παράθυρα και τις πόρτες ανοιχτές, με
το φαγητό στην κατσαρόλα και εμάς να παίζουμε στην πίσω αυλή. Δεν θυμάται πως
είναι να κατεβαίνει στο πεζοδρόμιο και να βγάζει το σίδερο που κρατάει τη θέση
που παρκάρει ο μπαμπάς μου το καλοκαίρι. Έχει ξεχάσει πως είναι να βάζει τα
καλά της και να κατηφορίζουμε οικογενειακώς προς την παραλία. Θέλει όμως να μην
τα ξεχάσει όλα. Προσπαθεί τουλάχιστον. Γράφει τις αναμνήσεις της σε περισσευούμενες
σελίδες που έσκισε από ένα τετράδιο και έχει κάνει μια αυτοέκδοση κάποιων δικών
της γραπτών που τη χαρίζει όπου θέλει.
Η μαμά μου δεν θέλει δόξα. Θέλει να την αγαπούν και να της το
δείχνουν, να της δίνουν με ένα χαμόγελο το free press στο χέρι και οι συγγραφείς να της υπογράφουν
εγκάρδια το καινούριο τους βιβλίο. Θέλει να γεμίζει αλλά μερικές φορές θέλει
και να αδειάζει. Έτσι είναι η μαμά μου, συνεχίζει δίπλα μας χωρίς συνταγές και
οδηγίες χρήσης.
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου