Περπάταγα στα στενά βρώμικα
πεζοδρόμια της Σκουφά σήμερα το απόγευμα. Εκεί που κάποτε ήταν η γειτονιά μου. Τότε
που ξεχυνόμουν στην αγορά του Κολωνακίου και κατέληγα πάντα στη Ζάρα για κανένα
μπλουζάκι φθηνιάρικο αλλά γουστόζικο. Στο πατάρι, στο Σκουφάκι, έλαβα ένα
απόγευμα ένα μήνυμα σε μια από τις πρώτες συσκευές κινητής τηλεφωνίας. Ο αποστολέας κάτι μου έλεγε για τα Χρυσόψαρα
των Πυξ Λαξ. Συβιλλικά, όπως πάντα. Κι άλλες συναντήσεις εκεί, που έμειναν στα
λόγια. Πολύ λιώσιμο στην Τσακάλωφ, everest, εκεί είδαμε τους
πρώτους gay όταν ήρθαμε στην Αθήνα από την επαρχία. Εκεί καταλήγαμε μετά
από συναυλίες στο Λυκαββητό, μετά από ξενύχτια στο kalhua, σιγά τη ζωή, λίγο δήθεν, λίγο
φοβισμένη επανάσταση. Μόνη στην Αθήνα τότε, σε ένα τεράστιο σπίτι. Πολλές πολλές
αναμνήσεις σε αυτή τη γειτονιά. Στη Pasteria κέρασα τους φίλους μου για την
πρώτη σοβαρή πρόσληψή μου ως κειμενογράφος. Κατηφόριζα με τον μπαμπά μου τη
Σίνα όταν με πήραν τηλέφωνο να μου πουν ότι με προσλαμβάνουν. Πιο κάτω, στο
Φίλιον (λεγόταν Dolce τότε;) καθόντουσαν οι γονείς μου για καφέ, όταν εγώ περνούσα
κάνοντας μαθήματα οδήγησης. Κι αυτοί με καμάρωναν. Στην Καπλάνών, στη σχολή, τότε ένιωθα πως
έκανα κάτι πολύ σπουδαίο, τόσο σοβαρό. Ερχόταν ο Λοβέρδος και τον γλυκοκοιτάγαμε
όλες. Ερχόταν ο Γεωργουσόπουλος και ήταν λίγη η αίθουσα για εκείνον. Η Κανέλλη,
την είδαμε δυο τρεις φορές το χρόνο. Τα πρώτα τσιγάρα εκεί. Στους Χαιρετισμούς
έμπαινα βιαστικά στον Άγιο Διονύσιο για να ανάψω ένα κεράκι, φορτωμένη με τις
τσάντες από τα ψώνια. Τις Δευτέρες που τελειώναν τα λεφτά του Σαββατοκύριακου
να περιμένω στην ουρά στο ATM της Εθνικής στη Σόλωνος. Τα έτοιμα λεφτά που κατέθεταν οι
γονείς. Εύθραυστες σχέσεις. Τους έπαιρνα καθόλου τηλέφωνο τότε; Περίμενα μόνο
να χτυπήσει. Απολάμβανα μοναξιά και κακές συνήθειες, τριπλοτσεκάροντας το
κινητό για μηνύματα και διαβάζοντας λογοτεχνία, με ύφος μπλαζέ. Στο Da Cappo μια
μέρα είδα τον Παπακαλιάτη. Τότε που ήταν στα πρώτα του και ήμασταν όλες τρελές
μαζί του. Εγραφα πολύ τότε. Χειρόγραφα. Κι ήθελα να γνωρίσω κανένα μπάρμαν και
να συχνάζω στο μπαράκι του, κάπως σαν το Peach Pit το είχα φανταστεί, αλλά δεν μου
έκατσε ποτέ.
Περπάταγα κι απόψε στα βρώμικα
πεζοδρόμια της Σκουφά. Πολλά λουκέτα. Η Ζάρα έχει μείνει μισή, κυριολεκτικά,
μιζέρια. Το μπαρ στην εσοχή πριν το Tribeca πάλι αλλάζει, δεν στεριώνει. Το
Μουρλοκούκου στη θέση του, χρόνια τώρα, και δεν έχω ψωνίσει ποτέ. Περνώ από το
Φίλιον και δεν βλέπω τον Τζούμα. Πάνε τα
Goodys, χάλια η
πλατεία. Δεν έχει που να κάτσεις πια. Γύρισα για λίγο πίσω σε εκείνα τα χρόνια.
Δεν ήμουν η Ελένη που είμαι σήμερα τότε. Αλλά 10 χρόνια πριν όλα ήταν αλλιώς.
Πιο αθώα; Πιο καινούρια; Πιο καταθλιπτικά; Πιο όμορφα;
Με προσπερνάγανε απόψε μικρά
κορίτσια που ζούνε τη δική τους νέα, έντονη ζωή ή έτσι νομίζουν. Χαμογελούσαν
και συζητούσαν. Είδα στα μάτια τους τις δικές μου κόρες λίγα χρόνια αργότερα.
Μόνες τους ανεξάρτητες να ζουν τη ζωή τους, να φτιάχνουν αναμνήσεις. Κι ήταν καλό
το όραμα. Καλό και το φλας μπακ. Μια αγαλλίαση. Ό,τι έζησα ως τώρα, καλό. Αν μη
τι άλλο, θετικό. Αλλάζουν τα πεζοδρόμια. Βρωμίζουν, μικραίνουν, μεγαλώνουν. Αλλά
πάντα θα περπατάνε εκεί κορίτσια. Σαν εμένα τότε. Σαν τα σημερινά. Σαν τις
μικρές, μεγάλες αύριο.